-
1 плавание
1. (рейс) το ταξίδ/ι, ο πλουςвыходить{}уходить{} в - σαλπάρω (ξεν.), αποπλέωξεκινώ το -, πάω/φεύγω -2. (судовождение) η ναυτιλίαгодность к - ю ικανότητα για -, καταλληλότητα για -, η πλοϊμότητα3. (вид спорта) η κολύμβηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавание
-
2 плавание
-я ουδ.1. ο πλους, πλεύση•дальнее плавание μακρινός πλους•
плавание вокруг света ή кругосветное плавание ο γύρος του κόσμου με πλωτό μέσο•
каботажное плавание ακτοπλοΐα•
отправиться в плавание αποπλέω, σαλπάρω•
находиться в -и βρίσκομαι σε πλου.
2. κολύμβηση• κολύμπι•школа -я σχολή κολύμβησης.
-
3 плавание
плаваниес1. τό κολύμπι, τό κολύμ-βημα, ἡ κολύμβηση [-ις]·2. (на судах) ὁ πλοῦς, τό πλεύσιμο, ἡ θαλασσοπορία, ἡ ρότα:каботажное \плавание ἡ ἀκτοπλοΐα· кругосветное \плавание ὁ γύρος τοῦ κόσμου μέ πλοίο, ὁ γῦρος τοῦ κόσμου διά θαλάσσης· дальнее \плавание ὁ μακρινός πλοῦς, τό μακρινό θαλασσινό ταξίδι, ἡ ὠκεανο-πλοΐα· отправляться в \плавание σαλπάρω, ἀποπλέω, ξεκινώ γιά ταξίδι.